- σπογγάριον
- σπογγ-άριον [ᾰ], τό, Dim. of σπόγγος, M.Ant.5.9, Sor.2.41.II a kind of eye-salve, Alex.Trall.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπογγάριον — a kind of eye salve neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπογγάριον — τὸ, ΜΑ [σπόγγος] μικρός σπόγγος, σφουγγαράκι αρχ. είδος αλοιφής για τα μάτια … Dictionary of Greek
σπογγαρίου — σπογγάριον a kind of eye salve neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπογγαρίῳ — σπογγάριον a kind of eye salve neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφουγγάρι — το / σφογγάριον, ΝΜΑ, και σφογγάρι Ν νεοελλ. 1. ο σπόγγος 2. συνεκδ. πλαστικό πορώδες κατασκεύασμα που μοιάζει με το παραπάνω ζωόφυτο και το οποίο χρησιμοποιείται όπως αυτό 3. φρ. α) «πίνει σαν σφουγγάρι» είναι μεγάλος πότης, είναι μέθυσος β)… … Dictionary of Greek